Τα χημικά φυτοπροστατευτικά προϊόντα (ΦΠ) είναι σήμερα η πιο σημαντική μέθοδος προστασίας των καλλιεργειών από παράσιτα, παθογόνα και ζιζάνια. Ωστόσο, η διευρυμένη συζήτηση αναφορικά με το ζιζανιοκτόνο glyphosate, που συνδέεται με τον καρκίνο, και αναφορικά με τη χρήση νεονικοτινοειδών εντομοκτόνων, που προκαλούν σημαντική μείωση στους πληθυσμούς επικονιαστών, αύξησε την ανάγκη για εναλλακτικές μεθόδους προστασίας των καλλιεργειών.
Κατά την τελευταία δεκαετία, το ποσοστό ανάπτυξης και εισαγωγής στην αγορά νέων βιολογικών ΦΠ ξεπέρασε αυτό των συμβατικών ΦΠ παγκοσμίως. Παρά την πρόσφατη ραγδαία ανάπτυξη της αγοράς βιοκτόνων, λιγότερο από το 5% των ΦΠ που πωλούνται σήμερα παγκοσμίως είναι βιολογικά.
Το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την αύξηση της εφαρμογής των εν λόγω ΦΠ στις καλλιέργειες. Για παράδειγμα, ο Διεθνής Οργανισμός Βιολογικού Ελέγχου (IOBC) προσδιόρισε τους ακόλουθους περιορισμούς στην ευρύτερη υιοθέτηση προϊόντων βιοελέγχου: περίπλοκες ρυθμιστικές διαδικασίες, γραφειοκρατικά εμπόδια πρόσβασης σε παράγοντες βιολογικού ελέγχου, ανεπαρκής ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού και των καλλιεργητών για τα οφέλη του βιολογικού ελέγχου, καθώς και κατακερματισμός των υποκλάδων βιοελέγχου.
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, ερωτάται η Επιτροπή:
1. Τι πολιτικές πρωτοβουλίες έχει αναλάβει σχετικά με τη σταδιακή μείωση της χρήσης των χημικών ΦΠ, όπου αυτά αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία ή/και το περιβάλλον;
2. Τι πολιτικές και τι πηγές χρηματοδότησης υπάρχουν, οι οποίες θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ευρύτερη υιοθέτηση των βιολογικών ΦΠ ως ασφαλών εναλλακτικών έναντι των χημικών;