Μέσω της παροχής δωρεάν υπηρεσιών και της χρήσης ιχνηλατών (trackers), μεγάλες πλατφόρμες συλλέγουν εκτενείς πληροφορίες σχετικά με τους χρήστες τους, οι οποίες αποτελούν ένα πολύ σημαντικό περιουσιακό στοιχείο. Ως εκ τούτου, τα προσωπικά δεδομένα καθίστανται «μέσο πληρωμής» με αντάλλαγμα ψηφιακό περιεχόμενο, ενώ κάθε χρήστης του διαδικτύου μετατρέπεται σε δυνητικό καταναλωτή αλλά και παραγωγό περιεχομένου ειδήσεων. Μάλιστα, πολλές ιστοσελίδες δεν διαθέτουν καν διάκριση των δεδομένων, στην πρόσβαση των οποίων καλείται να συναινέσει ο χρήστης, σε απολύτως αναγκαία για τη λειτουργία της εκάστοτε ιστοσελίδας, απόδοσης, στοχευμένα κλπ και δυνατότητα επιλογής συγκεκριμένης κατηγορίας, με αποτέλεσμα η συναίνεση να εκλαμβάνεται ως αφορώσα ακόμη και σε πλήρη πρόσβαση στο σύνολο των δεδομένων του χρήστη και στην περαιτέρω χρήση και διάθεσή τους, χωρίς εμφανή προειδοποίηση προς τούτο.
Ενόψει αυτών, ερωτάται η Επιτροπή:
1. Τι στοιχεία έχει στη διάθεσή της για τις επιπτώσεις της συσσώρευσης όλων αυτών των πληροφοριών σε λίγες ισχυρές εταιρείες και πώς προτίθεται να δράσει για την αντιμετώπιση τέτοιων πρακτικών;
2. Πώς επηρεάζει η συλλογή προσωπικών δεδομένων τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και τα δικαιώματα των καταναλωτών;
3. Προγραμματίζονται μέτρα ειδικά για το φαινόμενο του filter bubble που στηρίζεται στην ανωτέρω συλλογή δεδομένων και επιδεινώνει το πρόβλημα διάδοσης των fake news;