Γνωμοδότηση σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη δανειακή διευκόλυνση του δημόσιου τομέα στο πλαίσιο του Μηχανισμού Δίκαιης Μετάβασης
Συντάκτρια γνωμοδότησης: Izabela‑Helena Kloc
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ
Η συντάκτρια επικροτεί την πρόταση για τη θέσπιση δανειακής διευκόλυνσης του δημόσιου τομέα που προβλέπεται στην παρούσα πρόταση. Ο δημόσιος τομέας καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση στη διαδικασία προώθησης της μετάβασης προς μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία της Ένωσης. Χρειάζεται να αναγνωριστεί ότι οι συνιστώσες της, όπως οι κοινωνικές επενδύσεις, η επανακαλλιέργεια εκτάσεων γης και ο μετριασμός της ενεργειακής φτώχειας, έχουν σημασία που υπερβαίνει τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές αποδόσεις, και συνεπώς απαιτούν ιδιαίτερη αντιμετώπιση. Ένας από τους βασικούς ρόλους που διαδραματίζει ο δημόσιος τομέας είναι να παρεμβαίνει όταν η αγορά αδυνατεί να λειτουργήσει.
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στις περιφέρειες που ιστορικά εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εξόρυξη άνθρακα. Στις περιφέρειες εξόρυξης άνθρακα ζουν κοινότητες οι οποίες έχουν γερές ρίζες και συνδέονται μεταξύ τους. Ο άνθρακας είναι σημαντικός οικονομικός παράγοντας, καθώς απασχολεί περίπου 230.000 άτομα σε ορυχεία και σταθμούς παραγωγής ενέργειας σε 31 περιφέρειες σε 11 κράτη μέλη της ΕΕ. Το κλείσιμο των ορυχείων αντιπροσωπεύει για τις περιφέρειες αυτές σημαντική κοινωνική ανησυχία. Λαμβάνοντας υπόψη το ευρείας απήχησης σύνθημα «να μην μείνει κανείς στο περιθώριο», η συντάκτρια πιστεύει ακράδαντα ότι οι πολίτες που ζουν σε αυτές τις περιοχές αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή.
Κατά την άποψη της συντάκτριας, το δανειακό μέσο για τον δημόσιο τομέα θα πρέπει να είναι εξαιρετικά ευέλικτο και να επιτρέπει τη χρηματοδότηση ενός ευρέος φάσματος επενδύσεων που να ανταποκρίνονται στις κοινωνικές, περιβαλλοντικές, οικονομικές και σχετικές με την ενεργειακή ασφάλεια προκλήσεις. Οι διατάξεις του κανονισμού θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι υπάρχουν διαφορετικά σημεία εκκίνησης στη διαδικασία μετασχηματισμού των επιμέρους κρατών μελών και των περιφερειών τους, και επομένως να επιτρέπουν τη χρηματοδότηση τεχνολογιών για μια οικονομικά αποδοτική μετάβαση.
Η συντάκτρια έχει προτείνει διάφορες βασικές τροποποιήσεις, με σκοπό κυρίως την αποσαφήνιση διατάξεων του κειμένου.
Πρώτον, αποσαφηνίστηκε ο ορισμός του δικαιούχου. Ο όρος «νομική οντότητα του δημόσιου τομέα» αναφέρεται τόσο σε οντότητα που έχει συσταθεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου όσο και σε οντότητες που έχουν συσταθεί ως οργανισμοί ιδιωτικού δικαίου στους οποίους έχει ανατεθεί αποστολή δημόσιας υπηρεσίας. Αυτό φαίνεται να αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής επιχειρήσεις που τυπικά δεν είναι οντότητες του δημόσιου τομέα, ωστόσο, επιτελούν σημαντικά δημόσια καθήκοντα, όπως η διαχείριση των αποβλήτων, η ανακύκλωση, ο φωτισμός πόλεων κ.λπ. Η συντάκτρια πιστεύει ότι ο αποκλεισμός αυτός δεν αιτιολογείται και θα μπορούσε να αποτρέψει την υλοποίηση σειράς έργων δημόσιου συμφέροντος ζωτικής σημασίας και πρότεινε ανάλογη αλλαγή. Λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υπάρχει ενιαίος ορισμός και κατανόηση της έννοιας της «αποστολής δημόσιας υπηρεσίας» στις εθνικές νομοθεσίες, δηλώθηκε σαφώς ότι το γεγονός της συμμετοχής σε ΣΔΙΤ με δημόσιο οργανισμό πρέπει να συνιστά την αποστολή δημόσιας υπηρεσίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επιλύθηκε η αμφισημία του κατά πόσον η ιδιωτική οντότητα πρέπει να εκπληρώνει μια αποστολή δημόσιας υπηρεσίας εν γένει, δηλαδή πριν από τη σύναψη ΣΔΙΤ και εκτός πλαισίου της, ή κατά πόσον, αντιθέτως, η συμμετοχή σε ΣΔΙΤ με δημόσιο οργανισμό αποτελεί αποστολή δημόσιας υπηρεσίας.
Δεύτερον, η συντάκτρια τόνισε την ανάγκη κάλυψης ευρέος φάσματος επενδύσεων στο πλαίσιο της διευκόλυνσης. Θα πρέπει να αντιμετωπιστούν οι ευρύτερες αναπτυξιακές ανάγκες που απορρέουν από τη διαδικασία μετάβασης και εκτίθενται λεπτομερώς στα εδαφικά σχέδια δίκαιης μετάβασης. Προκειμένου να προωθηθούν νέες οικονομικές δραστηριότητες προς αντικατάσταση εκείνων που καταργούνται σταδιακά λόγω των φιλόδοξων κλιματικών πολιτικών της ΕΕ και να ενισχυθεί η οικονομική διαφοροποίηση των περιοχών που πλήττονται, η διευκόλυνση θα πρέπει να καλύπτει ευρύτερο φάσμα επενδύσεων σε σύγκριση με τον πρώτο πυλώνα. Το ευρύτερο φάσμα των επιλέξιμων επενδύσεων θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τις ιδιαιτερότητες των αναγκών των περιοχών που πλήττονται, όπως εκφράζονται στα εδαφικά σχέδια δίκαιης μετάβασης, π.χ. στον τομέα των μεταφορών, της διαχείρισης των αποβλήτων, του φωτισμού των πόλεων, της τηλεθέρμανσης, της διανομής και της μεταφοράς ενέργειας. Θα πρέπει να περιλαμβάνονται επενδύσεις στο φυσικό αέριο ως καταλυτικό παράγοντα για τις ΑΠΕ και αποδοτικό και οικονομικά προσιτό τρόπο μετάβασης από πηγές υψηλότερων εκπομπών σε άλλα είδη καυσίμων που παρέχει λύσεις χαμηλών εκπομπών για τις οικονομίες και διασφαλίζει ότι το κόστος της μετάβασης παραμένει ελεγχόμενο.
Τρίτον, η συντάκτρια πιστεύει ότι δεν θα πρέπει να αποφασίζουν τρίτοι σχετικά με τις κατευθύνσεις των ενωσιακών πολιτικών επί των οποίων υπάρχει συμφωνία μεταξύ όλων των κρατών μελών και, επομένως, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να υπερτερούν έναντι των πολιτικών δανειοδότησης των εταίρων χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένης της ΕΤΕπ. Λαμβάνοντας υπόψη τον ποικιλόμορφο χαρακτήρα των πολιτικών δανειοδότησης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που συχνά αποκλείουν συγκεκριμένους τύπους επενδύσεων, είναι επομένως σημαντικό να διασφαλιστεί ότι η διευκόλυνση περιλαμβάνει διοικητικές συμφωνίες με διάφορους εταίρους χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών τραπεζών, ώστε να χρηματοδοτηθεί ένα ευρύ τομεακό φάσμα αναγκαίων δημόσιων επενδύσεων που προτείνονται στα εδαφικά σχέδια δίκαιης μετάβασης από τα κράτη μέλη. Ένας ανοικτός κατάλογος εταίρων χρηματοδότησης θα επιτρέψει ευρύτερο φάσμα αξιοποίησης του μέσου στα κράτη μέλη και θα είναι συνεκτικός με τη μέχρι σήμερα πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που προβλέπει τη δυνατότητα συμμετοχής των εθνικών αναπτυξιακών τραπεζών στην υλοποίηση των χρηματοδοτικών μέσων τα οποία διαχειρίζεται άμεσα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Τέταρτον, η συντάκτρια είναι της άποψης ότι τα έργα των δικαιούχων θα πρέπει να είναι επιλέξιμα για να λάβουν στήριξη στο πλαίσιο άλλων προγραμμάτων της Ένωσης. Η μη παροχή αυτής της δυνατότητας θα μπορούσε να οδηγήσει στην απουσία αναμενόμενης απορρόφησης στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες λόγω δυσχερειών στη συγχρηματοδότηση.